ἀμελία — ἀμελίᾱ , ἀμέλεια never mind fem nom/voc/acc dual ἀμελίᾱ , ἀμελία fem nom/voc/acc dual ἀμελίᾱ , ἀμελία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελίᾳ — ἀμελίᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμελίᾱͅ , ἀμελία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
ἀμελίας — ἀμελίᾱς , ἀμέλεια never mind fem acc pl ἀμελίᾱς , ἀμέλεια never mind fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμελίᾱς , ἀμελία fem acc pl ἀμελίᾱς , ἀμελία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελίαι — ἀμελίᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμελίᾱͅ , ἀμελία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μενότι, Τζιαν Κάρλο — (Gian Carlo Menotti, Καντελιάνο 1911 –). Ιταλοαμερικανός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε να συνθέτει τραγούδια υπό την καθοδήγηση της μητέρας του, σε ηλικία επτά ετών και, τέσσερα χρόνια αργότερα, είχε γράψει την πρώτη του όπερα Ο Θάνατος του Πιερότου.… … Dictionary of Greek
άμελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμελώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά] … Dictionary of Greek
Φεντό, Ζορζ — (Feydeau, Παρίσι 1862 – Ριέιγ, Παρίσι 1921). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Παρουσιάστηκε ως συγγραφέας μονολόγων και εγκαινίασε τη σταδιοδρομία του ως κωμωδιογράφου με τον Ράφτη κυριών (1886)· ακολούθησε μια μακρά και γόνιμη συνεργασία με τον… … Dictionary of Greek
Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… … Dictionary of Greek
ՀԵՂԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0083 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c գ. ῤᾳθυμία, ἁμελία segnities, desidia, pigritia, negligentia. Հեղգ գոլն. պղերգութիւն. ծուլութիւն. թուլութիւն. դանդաղկոտութիւն. անհոգութիւն. ... *Անիծեալ լիցի,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)